αναπνεύσιμος

αναπνεύσιμος
ος , ον пригодный для дыхания

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναπνεύσιμος" в других словарях:

  • αναπνεύσιμος — η, ο ο κατάλληλος ή ωφέλιμος να τόν αναπνεύσει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπνευσις. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό σύγγραμμα «Όμηρος»] …   Dictionary of Greek

  • ανάπνευσις — ἀνάπνευσις ( εως), η (Α) 1. ανάκτηση τής αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα 2. αναπνοή 3. εισπνοή (αντίθ. τού ἔκπνευσις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνεύσιμος] …   Dictionary of Greek

  • ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστός — ή, ό (Α ἀναπνευστός, ή, όν ο αναπνεύσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω. ΠΑΡ. αναπνευστικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»